Ανδρέας Πανταζής – Μια προσέγγιση
Θα ’ταν προτιμότερο να ισχυρισθείς πως ο Ανδρέας Πανταζής γνωρίζει την ιστορία της Φυσικής ή την φυσική της Ιστορίας στο κυματιστό ξεδίπλωμά της;
Κατ’ αρχήν η οριοθέτηση της εποχής:
«Κόρινθος 146 π.Χ./ Ερείπια από Μεθάνιο και Αμινοξέα./ Μαγνητόμετρα, ηλιόμετρα και συ./ Ένα ψηφιδωτό/ που ήταν κάποτε το πρόσωπό σου./ Στάχτες και λέξεις από κατεδάφιση».
Ένα Καβαφικό σκηνικό, μόνο που θα ‘λεγα πως εκτυλίσσεται το 2.146 μ.Χ.
Μια ρημαγμένη εικόνα ύστερα- στο μέτρο που θα υπάρχει “ύστερα” – από εκρήξεις ατομικού τύπου. Μια αντίστροφη πορεία των δεικτών του ρολογιού έχει πλέον αρχίσει απ’ το “κρίσιμο σημείο σχάσης” των ατόμων του Χρόνου κι η αλυσιδωτή αντίδραση συντηρείται εκ των ενόντων σ’ όλο το ποιητικό έργο του Ανδρέα Πανταζή.
Οι μνήμες βρικολακιάζουν για να ξαναπαίξουν το παιχνίδι της Ιστορίας, τόσο διαφορετικό σε μορφή, τόσο ίδιο στο περιεχόμενο:
«Δώσε μου όλες τις εποχές/ Πελασγοί, Φοίνικες, Υξώς και Δωριείς/ έχουν ξυπνήσει μέσα στο κορμί μου. Δώσε μου όλες τις πόλεις/ που πέρασαν πάνω και μέσα από σένα./ Αργείοι, Ευβοείς, Φωκαείς και Ανατολικοί Λοκροί/ Δώσε μου τις στάσεις, τους σταθμούς/ τις αναπνοές, τα βογκητά/ για να σου δώσω πίσω/ τη Μνήμη σου».
Ένας ερωτικός δεσμός του οργανικού με το ανόργανο εξασφαλίζεται μετά από μια μακρόχρονη χειμέρια “διάσταση”:
«Βράχια σημαδεμένα απ’ το πάθος των φιλιών σου/ με εσοχές, προοπτικές/ σχίσματα/ και ελλειπτικές τροχιές/ εκεί στην άμμο/ που το κορμί σου με οδήγησε σε μένα».
Ο κόσμος του ποιητή, σε “εν δυνάμει” κατάσταση, εμπεριέχει “παν ενδεχόμενο”, που θα μπορούσε να αναβαθμιστεί σε συμβάν.
Μια ματιά πέρα απ’ το συνηθισμένο τόπο και χρόνο, σε τοπία πρωτόγνωρα:
«Αυτή η υποβαθμισμένη νύχτα/ απευθύνεται σε σένα/ κι απελπισμένα σου ζητάει ν’ ανέβει/ Δε μιλάς/ δεν παραδέχεσαι/ και μες στα μάτια σου/ καίγονται οι πόλεις που δεν έχουν κτισθεί ακόμη».
Η ποίηση του Α.Π. ανοίγεται σαν θαμμένη τοιχογραφία, πολλά χρόνια πίσω, από έκρηξη ηφαιστείου. Παραμερίζοντας την τέφρα έχεις μπροστά σου ένα πολύπτυχο τοιχογραφίας με ζωηρά χρώματα, όπως την στιγμή που καλύφθηκαν.
Διαβάζεται έτσι άχρονη, θα έλεγα, και θα διαβάζεται με την ίδια φρεσκάδα για πολύ αργότερα:
«Που είσαι όταν ο γαλαξίας διηθείται/ στα βότσαλα της παραλίας./ Που είσαι όταν οι φυλακές καταρρέουν/ και τα κελιά αδειάζουν./ Σε ποια εποχή να σε συναντήσω/ και σε ποιο χώρο να σε θυμηθώ»;
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως πολύ σύντομα οι αργόσχολοι “κριτικοί” μας θα ξεθάψουν την υπέροχη ποίηση του Ανδρέα Πανταζή.
ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΝΤΟΥΦΕΞΗΣ
ΑΘΗΝΑ 1984